φλεβαρήσιος

φλεβαρήσιος
α, ο, φλεβαριάτικος, η , ο февральский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φλεβαρήσιος" в других словарях:

  • φλεβαρήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φλεβάρη 2. αυτός που γίνεται κατά τον Φλεβάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ήσιος (πρβλ. ημερ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φλεβαριάτικος — η, ο, Ν φλεβαρήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. αυγουστ ιάτικος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»